- εξαχρειωμένος
- η , ο[ν] раавратный, аморальный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αδιάστροφος — η, ο (Α ἀδιάστροφος, ον) 1. αυτός που δεν υπέστη ή δεν είναι δυνατόν να υποστεί μεταστροφή, αλλαγή 2. ο μη διαστρεβλωμένος ή παραμορφωμένος, αναλλοίωτος, πραγματικός 3. ο ηθικά υγιής, ο μη διεφθαρμένος αρχ. 1. μη επιδεκτικός στροφής, άκαμπτος,… … Dictionary of Greek
καταχρειώ — καταχρειῶ, όω (AM) (επιτ. τ. τού αχρειώ*) 1. καθιστώ κάτι εντελώς άχρηστο («πάσας τὰς αἰσθήσεις κατηχρείωσα», ΠΔ) 2. παθ. καταχρειοῡμαι, όομαι α) έχω εξαχρειωθεί, είμαι εξαχρειωμένος β) γίνομαι εντελώς άχρηστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀχρειῶ… … Dictionary of Greek
σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… … Dictionary of Greek
εξαχρειώνομαι — εξαχρειώνομαι, εξαχρειώθηκα, εξαχρειωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαχρειώνω — εξαχρείωσα, εξαχρειώθηκα, εξαχρειωμένος, μτβ. 1. κάνω κάτι ή κάποιον αχρείο, διαφθείρω ηθικά. 2. αφαιρώ την υπόληψη, το σεβασμό προς κάτι, εξευτελίζω: Η δικτατορία εξαχρείωσε την ηθική του κράτους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)